μπιλιάρδο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπιλιάρδο < (άμεσο δάνειο) ιταλική bigliardo / biliardo < γαλλική billard < bille (κορμός δέντρου, κούτσουρο) + -ard < μεσαιωνική λατινική billia (κορμός δέντρου) < γαλατική *bilia < πρωτοκελτική *belyom (δέντρο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰolh₃yom (φύλλο)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμπιλιάρδο ουδέτερο
- παιχνίδι που παίζεται σε ειδικό τραπέζι (με τρύπες / υποδοχές της μπάλας ή χωρίς) από παίκτες που προσπαθούν χτυπώντας μπάλες διαφόρων χρωμάτων με μια στέκα είτε να τις ρίξουν στις ειδικές τρύπες / υποδοχές του τραπεζιού είτε να κάνουν καραμπόλες μεταξύ τους
- (συνεκδοχικά) το κατάστημα που έχει τα σχετικά τραπέζια και παίζεται το παραπάνω παιχνίδι
Συγγενικά
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- δεν έχει ετυμολογική σχέση με τη λέξη μπίλια
Δείτε επίσης
επεξεργασία- μπιλιάρδο στη Βικιπαίδεια