πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπιλιάρδο τα μπιλιάρδα
      γενική του μπιλιάρδου των μπιλιάρδων
    αιτιατική το μπιλιάρδο τα μπιλιάρδα
     κλητική μπιλιάρδο μπιλιάρδα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Παίκτης αμερικανικού μπιλιάρδου

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπιλιάρδο ουδέτερο

  1. παιχνίδι που παίζεται σε ειδικό τραπέζι (με τρύπες / υποδοχές της μπάλας ή χωρίς) από παίκτες που προσπαθούν χτυπώντας μπάλες διαφόρων χρωμάτων με μια στέκα είτε να τις ρίξουν στις ειδικές τρύπες / υποδοχές του τραπεζιού είτε να κάνουν καραμπόλες μεταξύ τους
     συνώνυμα: σφαίριση
  2. (συνεκδοχικά) το κατάστημα που έχει τα σχετικά τραπέζια και παίζεται το παραπάνω παιχνίδι
     συνώνυμα: σφαιριστήριο, μπιλιαρδάδικο

Συγγενικά

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • δεν έχει ετυμολογική σχέση με τη λέξη μπίλια

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία