Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπιλιάρδο τα μπιλιάρδα
      γενική του μπιλιάρδου των μπιλιάρδων
    αιτιατική το μπιλιάρδο τα μπιλιάρδα
     κλητική μπιλιάρδο μπιλιάρδα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Παίκτης αμερικανικού μπιλιάρδου

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπιλιάρδο < (άμεσο δάνειο) ιταλική bigliardo / biliardo < γαλλική billard < bille (κορμός δέντρου, κούτσουρο) +‎ -ard < μεσαιωνική λατινική billia (κορμός δέντρου) < γαλατική *bilia < πρωτοκελτική *belyom (δέντρο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰolh₃yom (φύλλο)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /biˈʎaɾ.ðo/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπιλιάρδο ουδέτερο

  1. παιχνίδι που παίζεται σε ειδικό τραπέζι (με τρύπες / υποδοχές της μπάλας ή χωρίς) από παίκτες που προσπαθούν χτυπώντας μπάλες διαφόρων χρωμάτων με μια στέκα είτε να τις ρίξουν στις ειδικές τρύπες / υποδοχές του τραπεζιού είτε να κάνουν καραμπόλες μεταξύ τους
     συνώνυμα: σφαίριση
  2. (συνεκδοχικά) το κατάστημα που έχει τα σχετικά τραπέζια και παίζεται το παραπάνω παιχνίδι
     συνώνυμα: σφαιριστήριο, μπιλιαρδάδικο

Συγγενικά επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  • δεν έχει ετυμολογική σχέση με τη λέξη μπίλια

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία