↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπίλια οι μπίλιες
      γενική της μπίλιας
    αιτιατική την μπίλια τις μπίλιες
     κλητική μπίλια μπίλιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μπίλια < ιταλική bilia / biglia < μέση γαλλική bille < παλαιά γαλλική bille < φραγκική *bikkil < πρωτογερμανική *bikkilaz < *bikkijaną +‎ *-ilaz

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπίλια θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία