γκαζά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γκαζά | οι | γκαζές |
γενική | της | γκαζάς | των | γκαζών |
αιτιατική | την | γκαζά | τις | γκαζές |
κλητική | γκαζά | γκαζές | ||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γκαζά θηλυκό
- (παρωχημένο) μικρός βόλος (μπίλια), με τον οποίο έπαιζαν παλιότερα τα παιδιά
Άλλες μορφές επεξεργασία
Σημειώσεις επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γκαζά
|