Δείτε επίσης: Βόλος, βώλος, βῶλος, Βώλος, Βῶλος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βόλος οἱ βόλοι
      γενική τοῦ βόλου τῶν βόλων
      δοτική τῷ βόλ τοῖς βόλοις
    αιτιατική τὸν βόλον τοὺς βόλους
     κλητική ! βόλε βόλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βόλω
γεν-δοτ τοῖν  βόλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
βόλος < βάλλω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βόλος αρσενικό

  1. δίχτυ
  2. το ρίξιμο του διχτυού
  3. το θήραμα ή ό,τι έχει πιαστεί με δίχτυ
  4. ζαριά
  5. το πέσιμο των δοντιών και το βγάλσιμο άλλων
  6. (ελληνιστική σημασία) σβώλος
     συνώνυμα: βῶλος