• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

βώλος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : Βώλος, Βῶλος, βῶλος, βόλος, Βόλος

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βώλος οι βώλοι
      γενική του βώλου των βώλων
    αιτιατική τον βώλο τους βώλους
     κλητική βώλε βώλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
βώλος < αρχαία ελληνική βῶλος ή γώλος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βώλος αρσενικό

  1. γυάλινο (ή κι από άλλο υλικό) σφαιρίδιο
    ≈ συνώνυμα: γκαζιά, μπίλια
  2. (συνεκδοχικά) το παιχνίδι που παίζεται με το 1

Συγγενικά

επεξεργασία
  • σβωλάκι
  • σβωλαράκι
  • σβωλιάζω
  • σβώλιασμα
  • σβώλος
  • → δείτε τη λέξη βόλος

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    βώλος
  • αγγλικά : marble (en)
  • γαλλικά : bille (fr)
  • ρουμανικά : bilă (ro)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=βώλος&oldid=7126599"
Τελευταία επεξεργασία στις 14 Μαΐου 2025, στις 18:28

Γλώσσες

    • English
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 14 Μαΐου 2025, στις 18:28.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας