σβωλαράκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σβωλαράκι | τα | σβωλαράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σβωλαράκι | τα | σβωλαράκια |
κλητική | σβωλαράκι | σβωλαράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σβωλαράκι < σβώλος + υποκοριστικό επίθημα -αράκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίασβωλαράκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του σβώλος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σβωλαράκι
|