Δείτε επίσης: βόλος, βῶλος, Βῶλος, Βώλος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Βόλος
      γενική του Βόλου
    αιτιατική τον Βόλο
     κλητική Βόλε
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βόλος < (ίσως) μεσαιωνική ελληνική Γόλος < τουρκική Yolkaz (Ιωλκός) < αρχαία ελληνική Ἰωλκός (πιθανό αντιδάνειο)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈvo.los/
 

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βόλος αρσενικό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία