Βῶλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Βῶλος | ||
γενική | τοῦ | Βώλου | ||
δοτική | τῷ | Βώλῳ | ||
αιτιατική | τὸν | Βῶλον | ||
κλητική ὦ! | Βῶλε | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Βῶλος < βῶλος (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒῶλος αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- Βῶλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.