Κασσάνδρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Κασσάνδρα < αρχαία ελληνική Κασσάνδρα / Κασάνδρα, θηλυκό του Κάσσανδρος / Κάσανδρος < κέκασμαι (λάμπω)[1] + ἀνήρ[1]
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Κασσάνδρα θηλυκό
- (ελληνική μυθολογία) κόρη του βασιλιά της Τροίας Πριάμου, η οποία είχε λάβει το χάρισμα από τον Απόλλωνα να προφητεύει σωστά δυσάρεστα, συνήθως, γεγονότα, χωρίς όμως να την πιστεύουν
- (μετωνυμία) κάποιος που προβλέπει δυσάρεστες καταστάσεις και προμαντεύει δυσοίωνες ή καταστροφικές εξελίξεις, τις οποίες οι άλλοι αρνούνται να δεχτούν ή για τις οποίες δυσπιστούν
- γυναικείο όνομα
- η δυτική χερσόνησος της Χαλκιδικής
- κόλπος της Ελλάδας, ο συνήθως αποκαλούμενος Τορωναίος κόλπος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Κάσσανδρος
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
Κασσάνδρα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Κασσάνδρα
- 1 2 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)