Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κασσάνδρα οι Κασσάνδρες
      γενική της Κασσάνδρας των Κασσανδρών
    αιτιατική την Κασσάνδρα τις Κασσάνδρες
     κλητική Κασσάνδρα Κασσάνδρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Η χερσόνησος της Κασσάνδρας, πρώτη από αριστερά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κασσάνδρα < αρχαία ελληνική Κασσάνδρα / Κασάνδρα, θηλυκό του Κάσσανδρος / Κάσανδρος < κέκασμαι (λάμπω)[1] + ἀνήρ[1]

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κασσάνδρα θηλυκό

  1. (ελληνική μυθολογία) κόρη του βασιλιά της Τροίας Πριάμου, η οποία είχε λάβει το χάρισμα από τον Απόλλωνα να προφητεύει σωστά δυσάρεστα, συνήθως, γεγονότα, χωρίς όμως να την πιστεύουν
  2. (μετωνυμία) κάποιος που προβλέπει δυσάρεστες καταστάσεις και προμαντεύει δυσοίωνες ή καταστροφικές εξελίξεις, τις οποίες οι άλλοι αρνούνται να δεχτούν ή για τις οποίες δυσπιστούν
  3. γυναικείο όνομα
  4. η δυτική χερσόνησος της Χαλκιδικής
  5. κόλπος της Ελλάδας, ο συνήθως αποκαλούμενος Τορωναίος κόλπος

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)