Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δυσπιστώ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
δυσπιστώ
<
ελληνιστική κοινή
δυσπιστέω
/
δυσπιστῶ
<
αρχαία ελληνική
δύσπιστος
Ρήμα
επεξεργασία
δυσπιστώ
είμαι
δύσπιστος
απέναντι σε κάποιον ή σε κάτι
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
δύσπιστος
και
πίστη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δυσπιστώ
γαλλικά
:
se méfier
(fr)
de,