δύσπιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δύσπιστος < αρχαία ελληνική δύσπιστος < δυσ- + πίστις
Επίθετο
επεξεργασίαδύσπιστος, -η, -ο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δύσπιστος
|