δυσπιστία
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δυσπιστία < ελληνιστική κοινή δυσπιστία < δύσπιστος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δυσπιστία θηλυκό
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
- πρόταση δυσπιστίας: (πολιτική) διαδικασία με την οποία ζητείται να αρθεί η εμπιστοσύνη και η στήριξη των βουλευτών προς την κυβέρνηση
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
δυσπιστία