Ετυμολογία

επεξεργασία
προμαντεύω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προμαντεύω < αρχαία ελληνική προμαντεύομαι < προ- + μάντις

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɾo.manˈde.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐μα‐ντεύ‐ω

προμαντεύω, αόρ.: προμάντεψα/-ευσα, παθ.φωνή: προμαντεύομαι, π.αόρ.: προμαντεύτηκα/-εύθηκα, μτχ.π.π.: προμαντευμένος [1]

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
προμαντεύω < αρχαία ελληνική προμαντεύομαι με σχηματισμό ενεργητικού τύπου σε -εύω < προ- + μάντις

προμαντεύω (ελληνιστική κοινή)

Δείτε επίσης

επεξεργασία