σφαίριση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σφαίριση | οι | σφαιρίσεις |
γενική | της | σφαίρισης* | των | σφαιρίσεων |
αιτιατική | τη | σφαίριση | τις | σφαιρίσεις |
κλητική | σφαίριση | σφαιρίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σφαιρίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σφαίριση < αρχαία ελληνική σφαίρισις < σφαιρίζω < σφαῖρα ((μεταφραστικό δάνειο) ιταλική bigliardo)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασφαίριση θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία σφαίριση
|