Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

first in first out < → δείτε τις λέξεις  first, in και out

  Πολυλεκτικός όροςΕπεξεργασία

first in first out (en)

  1. η μέθοδος του να εξυπηρετείται πρώτα το αίτημα που παρελήφθη πρώτο
  2. (πληροφορική) ουρά, είναι βασική δομή δεδομένων

  ΣυντομομορφήΕπεξεργασία

ΑντώνυμαΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία