↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στοίβαγμα τα στοιβάγματα
      γενική του στοιβάγματος των στοιβαγμάτων
    αιτιατική το στοίβαγμα τα στοιβάγματα
     κλητική στοίβαγμα στοιβάγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στοίβαγμα < στοιβάζω + -μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στοίβαγμα ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία