↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερσυγκέντρωση οι υπερσυγκεντρώσεις
      γενική της υπερσυγκέντρωσης* των υπερσυγκεντρώσεων
    αιτιατική την υπερσυγκέντρωση τις υπερσυγκεντρώσεις
     κλητική υπερσυγκέντρωση υπερσυγκεντρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερσυγκεντρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπερσυγκέντρωση < υπερ- + συγκέντρωση, (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική overconcentration)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υπερσυγκέντρωση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία