Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
rechute rechutes

  Ουσιαστικό επεξεργασία

rechute (fr) θηλυκό

  1. (ιατρική) υποτροπή
  2. ξανακύλημα, η εκ νέου πτώση σε κάτι κακό (αρρώστια, αμαρτία...)