Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
spadochron
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Πολωνικά (pl)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
Πολωνικά
(pl)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
spadochron
<
spadać
+
chronić
Ουσιαστικό
επεξεργασία
spadochron
(pl)
αρσενικό
το
αλεξίπτωτο
Συγγενικά
επεξεργασία
spadochroniarka
spadochroniarstwo
spadochroniarz
spadochronik