πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σάγμα τα σάγματα
      γενική του σάγματος των σαγμάτων
    αιτιατική το σάγμα τα σάγματα
     κλητική σάγμα σάγματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
σάγμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σάγμα (αρχαία σημασία: πανωφόρι)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σάγμα ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σάγμᾰ τὰ σάγμᾰτ
      γενική τοῦ σάγμᾰτος τῶν σαγμᾰ́των
      δοτική τῷ σάγμᾰτ τοῖς σάγμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ σάγμᾰ τὰ σάγμᾰτ
     κλητική ! σάγμᾰ σάγμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σάγμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  σαγμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
σάγμα < θέμα σαγ- + -μα < σάττω < *σάγ-jω

Ουσιαστικό

επεξεργασία