Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σάγμα τα σάγματα
      γενική του σάγματος των σαγμάτων
    αιτιατική το σάγμα τα σάγματα
     κλητική σάγμα σάγματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σάγμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σάγμα (αρχαία σημασία: πανωφόρι)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsaɣ.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σάγ‐μα
παλιότερος συλλαβισμός: σά‐γμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σάγμα ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σάγμᾰ τὰ σάγμᾰτ
      γενική τοῦ σάγμᾰτος τῶν σαγμᾰ́των
      δοτική τῷ σάγμᾰτ τοῖς σάγμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ σάγμᾰ τὰ σάγμᾰτ
     κλητική ! σάγμᾰ σάγμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σάγμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  σαγμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σάγμα < θέμα σαγ- + -μα < σάττω < *σάγ-jω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σάγμα ουδέτερο

  1. (ενδυμασία)μανδύας
  2. σκέπασμα
  3. κάλυμμα
     συνώνυμα: σάγος
  4. κάλυμμα ασπίδας
  5. σωρός
  6. (ελληνιστική σημασία) το σαμάρι
     συνώνυμα: σαγή, ἐπίσαγμα

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία