σάγμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σάγμα | τα | σάγματα |
γενική | του | σάγματος | των | σαγμάτων |
αιτιατική | το | σάγμα | τα | σάγματα |
κλητική | σάγμα | σάγματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σάγμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σάγμα (αρχαία σημασία: πανωφόρι)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsaɣ.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σάγ‐μα
- παλιότερος συλλαβισμός : σά‐γμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
σάγμα ουδέτερο
- ξύλινο συνήθως εξάρτημα που προσαρμόζεται στη ράχη γαϊδουριού ή μουλαριού ώστε να φορτωθεί πάνω σ' αυτό ένα φορτίο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σάγμα
→ δείτε τη λέξη σαμάρι |
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | σάγμᾰ | τὰ | σάγμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | σάγμᾰτος | τῶν | σαγμᾰ́των |
δοτική | τῷ | σάγμᾰτῐ | τοῖς | σάγμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | σάγμᾰ | τὰ | σάγμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | σάγμᾰ | σάγμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σάγμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σαγμᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σάγμα ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- σάγμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σάγμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.