ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σάγος οἱ σάγοι
      γενική τοῦ σάγου τῶν σάγων
      δοτική τῷ σάγ τοῖς σάγοις
    αιτιατική τὸν σάγον τοὺς σάγους
     κλητική ! σάγε σάγοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σάγω
γεν-δοτ τοῖν  σάγοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
σάγος (ελληνιστική κοινή) < θέμα σαγ- < ή ευθέως από κελτική λέξη ή από κοινή ρίζα με το λατινικό sagum που ανευρίσκεται επίσης στο σάγμα (καλυμμα ασπίδας και μεταγενέστερα σαμάρι) < σαγή (δισάκκι, αποσκευές, σκεύη, οπλισμός) < σάττω (φορτώνω, οπλίζω, συμπιέζω, χορταίνω, γεμίζω)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σάγος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)