Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σάγος < θέμα σαγ- < ή ευθέως από κελτική λέξη ή από κοινή ρίζα με το λατινικό sagum που ανευρίσκεται επίσης στο σάγμα (καλυμμα ασπίδας και μεταγενέστερα σαμάρι) < σαγή (δισάκκι, αποσκευές, σκεύη, οπλισμός) < σάττω (φορτώνω, οπλίζω, συμπιέζω, χορταίνω, γεμίζω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σάγος αρσενικό