↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σαγματοποιός οι σαγματοποιοί
      γενική του σαγματοποιού των σαγματοποιών
    αιτιατική τον σαγματοποιό τους σαγματοποιούς
     κλητική σαγματοποιέ σαγματοποιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σαγματοποιός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σαγματοποιός < σάγμα σαγματ- + -ο- + -ποιός [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /saɣ.ma.to.piˈos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σαγ‐μα‐το‐ποι‐ός
τυπογραφικός συλλαβισμός: σα‐γμα‐το‐ποι‐ός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σαγματοποιός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σαγματοποιός οἱ σαγματοποιοί
      γενική τοῦ σαγματοποιοῦ τῶν σαγματοποιῶν
      δοτική τῷ σαγματοποι τοῖς σαγματοποιοῖς
    αιτιατική τὸν σαγματοποιόν τοὺς σαγματοποιούς
     κλητική ! σαγματοποιέ σαγματοποιοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σαγματοποιώ
γεν-δοτ τοῖν  σαγματοποιοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σαγματοποιός < σάγμα, σαγματ- (ελληνιστική σημασία: σαμάρι) + -ο- + -ποιός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σαγματοποιός αρσενικό