Δείτε επίσης: Σαμαράς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σαμαράς οι σαμαράδες
      γενική του σαμαρά των σαμαράδων
    αιτιατική τον σαμαρά τους σαμαράδες
     κλητική σαμαρά σαμαράδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαμαράς < σαμάρ(ι) + -άς[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sa.maˈɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σα‐μα‐ράς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαμαράς αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία