Δείτε επίσης: Σαμαράς
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σαμαράς οι σαμαράδες
      γενική του σαμαρά των σαμαράδων
    αιτιατική τον σαμαρά τους σαμαράδες
     κλητική σαμαρά σαμαράδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
σαμαράς < σαμάρ(ι) + -άς[1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σαμαράς αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία