σαγματοποιείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σαγματοποιείο < σάγματ(ος) + -ο- + -ποιείο
Ουσιαστικό επεξεργασία
σαγματοποιείο ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σαγματοποιείο
|
σαγματοποιείο ουδέτερο
|