Δείτε επίσης: Λαχανᾶς, λαχανάς
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική σαγματᾶς
      γενική τοῦ σαγματ
      δοτική τῷ σαγματ
    αιτιατική τὸν σαγματᾶν
     κλητική ! σαγματ
ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'Μηνᾶς' όπως «Μηνᾶς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σαγματᾶς < αρχαία ελληνική σάγμα[1] + -ᾶς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σαγματᾶς αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία
  1. Ελληνιστική σημασία: σαμάρι.