Δείτε επίσης: επίσαγμα

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἐπίσαγμᾰ τὰ ἐπισάγμᾰτ
      γενική τοῦ ἐπισάγμᾰτος τῶν ἐπισαγμᾰ́των
      δοτική τῷ ἐπισάγμᾰτ τοῖς ἐπισάγμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ἐπίσαγμᾰ τὰ ἐπισάγμᾰτ
     κλητική ! ἐπίσαγμᾰ ἐπισάγμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐπισάγμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ἐπισαγμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπίσαγμα < ἐπισάττω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐπίσαγμα ουδέτερο

  Πηγές επεξεργασία