τσουράπω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσουράπω | οι | τσουράπες |
γενική | της | τσουράπως | των | τσουράπων |
αιτιατική | την | τσουράπω | τις | τσουράπες |
κλητική | τσουράπω | τσουράπες | ||
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος. | ||||
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατσουράπω θηλυκό
- (λαϊκότροπο) άξεστη γυναίκα και ατημέλητη
- αγενής γυναίκα πχ: (γαϊδούρα, γαϊδάρα, γομάρα, μουλάρα, μούλα, βλαχάρα, χοντρογυναίκα)
- επιθετικό, ατίθασο άτομο (συνήθως για γυναίκα) πχ: αγριόγατα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τσουράπω
|