τσουράπω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσουράπω | οι | τσουράπες |
γενική | της | τσουράπως | των | τσουράπων |
αιτιατική | την | τσουράπω | τις | τσουράπες |
κλητική | τσουράπω | τσουράπες | ||
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος. | ||||
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |