• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

τσουράπω

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσουράπω οι τσουράπες
      γενική της τσουράπως των τσουράπων
    αιτιατική την τσουράπω τις τσουράπες
     κλητική τσουράπω τσουράπες
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος.
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
τσουράπω < τσουράπ(ι) + -ω < τουρκικά çorap < αραβικά جورب (cūrāb, κάλτσα)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσουράπω θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο) άξεστη γυναίκα και ατημέλητη
  2. αγενής γυναίκα πχ: (γαϊδούρα, γαϊδάρα, γομάρα, μουλάρα, μούλα, βλαχάρα, χοντρογυναίκα)
  3. επιθετικό, ατίθασο άτομο (συνήθως για γυναίκα) πχ: αγριόγατα

Συγγενικά

επεξεργασία
  • τσουράπι

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    τσουράπω
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=τσουράπω&oldid=5522474"
Τελευταία επεξεργασία στις 4 Φεβρουαρίου 2022, στις 15:31

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 4 Φεβρουαρίου 2022, στις 15:31. Page was rendered with Parsoid.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας