π.χ.
(Ανακατεύθυνση από πχ)
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- π.χ. < παραδείγματος χάριν
Προφορά
επεξεργασία
Συντομομορφή
επεξεργασία
π.χ. συντομογραφία (ή προφορικό: αρκτικόλεξο)