e.g.
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- e.g. < (άμεσο δάνειο) λατινική ς προέλευσης: exempli gratia
Προφορά
επεξεργασία
Συντομομορφή
επεξεργασία
e.g. (en)
e.g. (en)