μούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μούλα | οι | μούλες |
γενική | της | μούλας | — | |
αιτιατική | τη | μούλα | τις | μούλες |
κλητική | μούλα | μούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαμούλα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή μούλα < λατινική mula[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμούλα θηλυκό (λαϊκότροπο)
- (λογοτεχνικό, σπάνιο) το θηλυκό μουλάρι
- → δείτε τη λέξη μουλάρα
- (μειωτικό) νόθα, μπάσταρδη, θηλυκό του μούλος[2]
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ μούλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ μούλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας