mule
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
mule | mules |
Ουσιαστικό
επεξεργασία
mule (fr) θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) το μουλάρι
- (αργκό) μεταφορέας ναρκωτικών
- είδος παντόφλας με ή χωρίς τακούνι, για το σπίτι
Εκφράσεις
επεξεργασία- tête de mule: ξεροκέφαλος