Ουσιαστικό

επεξεργασία

mule (en)



      ενικός         πληθυντικός  
mule mules

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

mule (fr) θηλυκό

  1. (θηλαστικό ζώο) το μουλάρι
  2. (αργκό) μεταφορέας ναρκωτικών
  3. είδος παντόφλας με ή χωρίς τακούνι, για το σπίτι

Εκφράσεις

επεξεργασία