παντόφλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παντόφλα | οι | παντόφλες |
γενική | της | παντόφλας | — | |
αιτιατική | την | παντόφλα | τις | παντόφλες |
κλητική | παντόφλα | παντόφλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παντόφλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική pantofola (ανομοίωση του δεύτερου [o][1] ή διάλεκτος: pantofla). Κατά τον Μπαμπινιώτη[2], δεν φαίνεται να ευσταθεί η δημοφιλής άποψη προέλευσης από υποθετικό μεσαιωνικό τύπο *παντό-φελλον (εξ ολοκλήρου από φελλό). Αναφέρει και προτάσεις όπως η παλαιά γαλλική panne (κομμάτι πανί) ή το διαλεκτικό γαλλικό patte (γάμπα).
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /panˈdo.fla/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ντό‐φλα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαντόφλα θηλυκό
- (υπόδηση) τύπος υποδήματος ανοιχτού, συνήθως αλλ' όχι πάντα στο πίσω μέρος· φοριέται μέσα στο σπίτι, χωρίς κάλτσες συνήθως και είναι πολύ βολική
- (αργκό)
- (ναυτικός όρος, οικείο) τύπος μικρού ανοιχτού οχηματαγωγού πλοίου για κοντινές αποστάσεις, το οποίο ονομάστηκε έτσι λόγω του ανοιχτού καταστρώματός του που θυμίζει παντόφλα
- (στρατιωτική αργκό) μικρό αποβατικό σκάφος (σχήματος ανάλογου με αυτό που περιγράφεται αμέσως παραπάνω)
- πορτοφόλι, συνήθως δερμάτινο πορτοφόλι για ψιλά, λόγω του σχήματός του όταν είναι ανοιχτό
- (ειρωνικό προφορικό) ογκώδες κινητό τηλέφωνο, παλαιάς τεχνολογίας (υπονοείται μεγάλο μέγεθος, αντίστοιχο με εκείνο της πραγματικής παντόφλας)
Άλλες μορφές
επεξεργασία- παντούφλα (προφορικό)
Σύνθετα
επεξεργασία- κλειστή παντόφλα
Εκφράσεις
επεξεργασία- τρώω παντόφλα, πέφτει παντόφλα: τρώω ξύλο, πέφτει ξύλο (συνήθως αναφέρεται σε άνδρες που είτε δέρνονται κυριολεκτικά από τις συζύγους ή τις συντρόφους τους, είτε βρίσκονται γενικά υπό τη εξουσία τους μέσα στο γάμο ή τη σχέση τους-μεταφορική σημασία)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- παντόφλα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία παντόφλα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ παντόφλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.