Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σουρτούκης οι σουρτούκηδες
      γενική του σουρτούκη των σουρτούκηδων
    αιτιατική τον σουρτούκη τους σουρτούκηδες
     κλητική σουρτούκη σουρτούκηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σουρτούκης < (άμεσο δάνειο) τουρκική sürtük < παλαιά τουρκική

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σουρτούκης αρσενικό (θηλυκό σουρτούκω)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία