σουρτούκης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σουρτούκης < (άμεσο δάνειο) τουρκική sürtük < παλαιά τουρκική
Ουσιαστικό επεξεργασία
σουρτούκης αρσενικό (θηλυκό σουρτούκω)
- (λαϊκότροπο) αυτός που (συνηθίζει να) σουρτουκεύει αποφεύγοντας τις δεσμεύσεις και τις υποχρεώσεις