χιλιόγραμμο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χιλιόγραμμο | τα | χιλιόγραμμα |
γενική | του | χιλιόγραμμου & χιλιογράμμου |
των | χιλιόγραμμων & χιλιογράμμων |
αιτιατική | το | χιλιόγραμμο | τα | χιλιόγραμμα |
κλητική | χιλιόγραμμο | χιλιόγραμμα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χιλιόγραμμο < (λόγιο δάνειο) γαλλική kilogramme, χιλιό- + -γραμμο[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /çiˈʎo.ɣɾa.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χι‐λιό‐γραμ‐μο
Ουσιαστικό επεξεργασία
χιλιόγραμμο ουδέτερο
- μονάδα μέτρησης της μάζας. Ένα χιλιόγραμμο ισούται με τη μάζα της πλατινένιας ράβδου που φυλάσσεται στο Διεθνές γραφείο μέτρων και σταθμών στις Σέβρες της Γαλλίας.
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ χιλιόγραμμο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας