καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ φούντιον τὰ φούντια
      γενική τοῦ φουντίου τῶν φουντίων
      δοτική τῷ φουντί τοῖς φουντίοις
    αιτιατική τὸ φούντιον τὰ φούντια
     κλητική ! φούντιον φούντια
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
φούντιον < (άμεσο δάνειο) γερμανική Pfund + κατάληξη της καθαρεύουσας -ιον

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φούντιον ουδέτερο, συνήθως στον πληθυντικό (καθαρεύουσα)