φούντιον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | φούντιον | τὰ | φούντια | ||||
γενική | τοῦ | φουντίου | τῶν | φουντίων | ||||
δοτική | τῷ | φουντίῳ | τοῖς | φουντίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | φούντιον | τὰ | φούντια | ||||
κλητική ὦ! | φούντιον | φούντια | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- φούντιον < (άμεσο δάνειο) γερμανική Pfund + κατάληξη της καθαρεύουσας -ιον
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈfun.di.on/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φούν‐τι‐ον
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φούντιον ουδέτερο, συνήθως στον πληθυντικό (καθαρεύουσα)
- (μονάδα μέτρησης) λόγιος τύπος για το φούντι
- ※ Τὸ πυροβολοστάσιον ἦτο ὡπλισμένον μὲ δύο ἀρχαῖα πυροβόλα τῶν ἓξ φουντίων.
- Σκλαβενίτης, Σπύρος. Καράμπελας, Νίκος Δ. (2013) «Έκθεση για την αμυντική κατάσταση της Πρέβεζας πριν την απελευθέρωση του 1912», Πρεβεζάνικα Χρονικά 49-50, Πρέβεζα, σελ. 38.
- ※ Τὸ πυροβολοστάσιον ἦτο ὡπλισμένον μὲ δύο ἀρχαῖα πυροβόλα τῶν ἓξ φουντίων.