Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /paʊnd/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

pound (en)

  1. σύντμηση του pound-force
  2. (μονάδα μέτρησης) λίβρα, μονάδα μέτρησης της μάζας με σύμβολο lb
  3. (ΗΠΑ) το αριθμητικό σύμβολο # (παρόμοιο το μουσικό σύμβολο: δίεση, sharp ♯)
     συνώνυμα: hash (ΗΒ)
  4. (νόμισμα) λίρα, το νόμισμα που χρησιμοποιείται στην Κύπρο, την Αίγυπτο, το Λίβανο και το Ηνωμένο Βασίλειο, με σύμβολο £.
     συνώνυμα: punt (παλαιότερη νομισματική μονάδα της Ιρλανδίας), pound sterling (λίρα ΗΒ), sterling (λίρα ΗΒ)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

pound (en)

  1. τόπος για την προσωρινή κράτηση αδέσποτων ζώων
  2. τόπος στον οποίον ρυμουλκείται αυτοκίνητο εξαιτίας παράνομης στάθμευσης κλπ.
  3. δυνατό χτύπημα
  4. δεξαμενή μιας διώρυγας

pound (en)

  1. (μεταβατικό) χτυπώ επανειλημμένως δυνατά κάποιον ή κάτι
  2. (μεταβατικό) κάνω κάτι κομμάτια, εκμηδενίζω, κονιορτοποιώ
  3. (μεταβατικό) (αργκό) πίνω ή τρώω κάτι με μεγάλη ταχύτητα
    ⮡  You really pounded that beer!

Συγγενικά

επεξεργασία


Δείτε επίσης

επεξεργασία