λιβρέα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λιβρέα | οι | λιβρέες |
γενική | της | λιβρέας | των | λιβρεών |
αιτιατική | τη | λιβρέα | τις | λιβρέες |
κλητική | λιβρέα | λιβρέες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λιβρέα < (άμεσο δάνειο) ιταλική livrea < γαλλική livrée < livrer < λατινική liberare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος libero < liber < παλαιά λατινικά loeber < πρωτοϊταλική *louðeros < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁lewdʰ-er-os < *h₁lewdʰ- (λαός)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλιβρέα θηλυκό