Δείτε επίσης: λίβρα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιβρέα οι λιβρέες
      γενική της λιβρέας των λιβρεών
    αιτιατική τη λιβρέα τις λιβρέες
     κλητική λιβρέα λιβρέες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λιβρέα < (άμεσο δάνειο) ιταλική livrea < γαλλική livrée < livrer < λατινική liberare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος libero < liber < παλαιά λατινικά loeber < πρωτοϊταλική *louðeros < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁lewdʰ-er-os < *h₁lewdʰ- ‎(λαός)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λιβρέα θηλυκό

  • ειδική στολή για τους υπηρέτες ανακτόρων, αριστοκρατικών οίκων ή ξενοδοχείων

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία