liber
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- liber (επίθετο) < παλαιά λατινικά loeber < πρωτοϊταλική *louðeros < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁lewdʰ-er-os < *h₁lewdʰ- (λαός). Συγγενές με τα (αρχαία ελληνική) ἐλεύθερος, (σανσκριτικά) रोधति (rodhati) κ.ά.
- liber (ουσιαστικό) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *leup-
Επίθετο
επεξεργασίαliber (la)
Κλίση
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | liber | libera | liberum | liberī | liberae | libera |
γενική | liberī | liberae | liberī | liberōrum | liberārum | liberōrum |
δοτική | liberō | liberae | liberō | liberīs | liberīs | liberīs |
αιτιατική | liberum | liberam | liberum | liberōs | liberās | libera |
κλητική | liber | libera | liberum | liberī | liberae | libera |
αφαιρετική | liberō | liberā | liberō | liberīs | liberīs | liberīs |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαliber (la) αρσενικό
- το βιβλίο
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | liber | librī |
γενική | librī | librōrum |
δοτική | librō | librīs |
αιτιατική | librum | librōs |
κλητική | liber | librī |
αφαιρετική | librō | librīs |