libera
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | libera | liberaj |
αιτιατική | liberan | liberajn |
libera (eo)
- mi havas liberan tempon por... - έχω ελεύθερο χρόνο για...
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαlibera (ro)