• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

λιρέτα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιρέτα οι λιρέτες
      γενική της λιρέτας των λιρετών
    αιτιατική τη λιρέτα τις λιρέτες
     κλητική λιρέτα λιρέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

λιρέτα < ιταλική liretta, υποκοριστικό του lira < λατινική libra

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /liˈɾe.ta/
 
κέρμα της μίας λιρέτας

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

λιρέτα θηλυκό

  • (παρωχημένο) ιταλικό νόμισμα

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • → δείτε τις λέξεις λίρα και λίβρα

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    λιρέτα
  • ιταλικά : liretta (it)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=λιρέτα&oldid=5488111"
Τελευταία επεξεργασία στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 18:09
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 18:09.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie