Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σικελικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σικελικ
ός
η
σικελικ
ή
το
σικελικ
ό
γενική
του
σικελικ
ού
της
σικελικ
ής
του
σικελικ
ού
αιτιατική
τον
σικελικ
ό
τη
σικελικ
ή
το
σικελικ
ό
κλητική
σικελικ
έ
σικελικ
ή
σικελικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σικελικ
οί
οι
σικελικ
ές
τα
σικελικ
ά
γενική
των
σικελικ
ών
των
σικελικ
ών
των
σικελικ
ών
αιτιατική
τους
σικελικ
ούς
τις
σικελικ
ές
τα
σικελικ
ά
κλητική
σικελικ
οί
σικελικ
ές
σικελικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σικελικός
<
αρχαία ελληνική
Επίθετο
επεξεργασία
σικελικός, -ή, -ό
σχετικός με τη
Σικελία
και τους
Σικελούς
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σικελικός
γαλλικά
:
sicilien
(fr)
ισπανικά
:
siciliano
(es)
πολωνικά
:
sycylijski
(pl)