δραχμικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
δραχμικός
- σχετικός με την νομισματική τιμή της δραχμής
- μπορεί η ποσοτική έκπτωση να είναι 10% αλλά εμένα με βολεύει να συζητάμε για την δραχμική
Μεταφράσεις επεξεργασία
δραχμικός
|