δίδραχμο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δίδραχμο | τα | δίδραχμα |
γενική | του | δίδραχμου | των | δίδραχμων |
αιτιατική | το | δίδραχμο | τα | δίδραχμα |
κλητική | δίδραχμο | δίδραχμα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- δίδραχμο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δίδραχμον.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε δί- + -δραχμο

Ουσιαστικό
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ δίδραχμο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία