τετράδραχμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τετράδραχμος < αρχαία ελληνική τετράδραχμος. Συγχρονικά αναλύεται σε τετρά- + -δραχμος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /teˈtɾa.ðɾax.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τε‐τρά‐δραχ‐μος
Επίθετο επεξεργασία
τετράδραχμος, -η, -ο
Μεταφράσεις επεξεργασία
τετράδραχμος
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
τετράδραχμος, -ος, -ον
- που έχει αξία τεσσάρων δραχμών, τετράδραχμος
Πηγές επεξεργασία
- τετράδραχμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.