φραγκόσυκο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φραγκόσυκο < φραγκοσυκ(ιά) + -ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
φραγκόσυκο ουδέτερο
- (φρούτο) ο καρπός της φραγκοσυκιάς
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φραγκόσυκο
|
φραγκόσυκο ουδέτερο
|