↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φράγκικος η φράγκικη το φράγκικο
      γενική του φράγκικου της φράγκικης του φράγκικου
    αιτιατική τον φράγκικο τη φράγκικη το φράγκικο
     κλητική φράγκικε φράγκικη φράγκικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φράγκικοι οι φράγκικες τα φράγκικα
      γενική των φράγκικων των φράγκικων των φράγκικων
    αιτιατική τους φράγκικους τις φράγκικες τα φράγκικα
     κλητική φράγκικοι φράγκικες φράγκικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φράγκικος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φράγκικος < Φράγκ(ος) + -ικος

  Επίθετο

επεξεργασία

φράγκικος -η, -ο και φραγκικός (λόγιο)

  1. (κυριολεκτικά) που είναι σχετικός με τους Φράγκους
  2. (κατ’ επέκταση) που σχετίζεται με κάτι δυτικοευρωπαϊκό
    ※  Αν δεν ήταν το Ματθίλδη που με μπερδεύει, θα πήγαινα να της χτυπήσω την πόρτα. Αλλά στη Θήβα δεν τα συνηθίζουμε τα φράγκικα ονόματα
    Στρατής Τσίρκας, Η χαμένη άνοιξη, 1976 [μυθιστόρημα], Αθήνα: Κέδρος, 261989, σ. 104. ISBN 960-04-0042-3.
  3. (ειδικότερα, στον πληθυντικό: φράγκικα) η ευρωπαϊκή ενδυμασία (σε αντιπαράθεση με τις παραδοσιακές φορεσιές της Ελλάδας)
  4. που σχετίζεται με τον καθολικισμό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία