φράγκικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φράγκικος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φράγκικος < Φράγκ(ος) + -ικος
Επίθετο
επεξεργασίαφράγκικος -η, -ο και φραγκικός (λόγιο)
- (κυριολεκτικά) που είναι σχετικός με τους Φράγκους
- (κατ’ επέκταση) που σχετίζεται με κάτι δυτικοευρωπαϊκό
- ※ Αν δεν ήταν το Ματθίλδη που με μπερδεύει, θα πήγαινα να της χτυπήσω την πόρτα. Αλλά στη Θήβα δεν τα συνηθίζουμε τα φράγκικα ονόματα
- ⌘ Στρατής Τσίρκας, Η χαμένη άνοιξη, 1976 [μυθιστόρημα], Αθήνα: Κέδρος, 261989, σ. 104. ISBN 960-04-0042-3.
- ※ Αν δεν ήταν το Ματθίλδη που με μπερδεύει, θα πήγαινα να της χτυπήσω την πόρτα. Αλλά στη Θήβα δεν τα συνηθίζουμε τα φράγκικα ονόματα
- (ειδικότερα, στον πληθυντικό: φράγκικα) η ευρωπαϊκή ενδυμασία (σε αντιπαράθεση με τις παραδοσιακές φορεσιές της Ελλάδας)
- που σχετίζεται με τον καθολικισμό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φράγκικος
|
Πηγές
επεξεργασία- φράγκικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας