φραντσέζικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φραντσέζικος < πιθανόν από την ιταλική λέξη Francese
Επίθετο επεξεργασία
φραντσέζικος
- παρωχημένο επίθετο που σήμαινε οτιδήποτε γαλλικό
- Αυτός είναι μορφωμένος, μιλάει και τα φραντσέζικα