ευρωπαϊκή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.vɾo.pa.iˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐ρω‐πα‐ϊ‐κή
- ομόηχο: ευρωπαϊκοί
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαευρωπαϊκή
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ευρωπαϊκός