φραγκοκρατία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φραγκοκρατία | οι | φραγκοκρατίες |
γενική | της | φραγκοκρατίας | των | φραγκοκρατιών |
αιτιατική | τη | φραγκοκρατία | τις | φραγκοκρατίες |
κλητική | φραγκοκρατία | φραγκοκρατίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fɾaŋ.ɡo.kɾaˈti.a/
Ουσιαστικό επεξεργασία
φραγκοκρατία θηλυκό
- (ιστορία) ιστορική περίοδος της κυριαρχίας των Φράγκων
- (ειδικότερα) → δείτε τη λέξη Φραγκοκρατία για την περίοδο της ελληνικής ιστορίας
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φραγκοκρατία
|