Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κουτόφραγκος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
κουτόφραγκ
ος
οι
κουτόφραγκ
οι
γενική
του
κουτόφραγκ
ου
των
κουτόφραγκ
ων
αιτιατική
τον
κουτόφραγκ
ο
τους
κουτόφραγκ
ους
κλητική
κουτόφραγκ
ε
κουτόφραγκ
οι
Κατηγορία
όπως «
αντίλαλος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κουτόφραγκος
<
κουτός
+
Φράγκος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κουτόφραγκος
αρσενικό
ανόητος,
αφελής
Ευρωπαίος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κουτόφραγκος